ζερβόπλαγα

ζερβόπλαγα
επίρρ. πλαγίως προς τα αριστερά («τούτη είναι η Μέγαιρα ζερβόπλαγα μας», Καζαντζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζερβά + -πλαγα (< πλάγια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”